top of page

Πώς τιμωρούσαν το μοιχό και τη μοιχαλίδα στην αρχαιότητα;

Τι ήταν η ραφανίδωσις; Γιατί έβαζαν στα οπίσθια του μοιχού τη ραφανίδα (ραπανάκι); Ποιοι ήταν οι εύπροικτοι; Πως ήταν το κούρεμα “μοιχόν”; Ποια ήταν η ονοβάτιδα;



Στην αρχαία Αθήνα, όταν ο σύζυγος έλειπε – και, έλειπε τις περισσότερες ώρες – η γυναίκα του δεν είχε το δικαίωμα να δεχτεί άντρα στο σπίτι. Μερικές βέβαια θα το ήθελαν, αν τυχόν ήταν αηδιασμένες από το σύζυγο ή ερωτευμένες με άλλον· αλλά στην αρχαία Αθήνα η μοιχεία ήταν έγκλημα βαρύτατο και η τιμωρία των μοιχών αφηνόταν στην διάκριση του δικαστή – αν έφταναν τελικά ως εκεί, γιατί οι παλιότεροι νόμου του Δράκοντα τους παρατούσαν στο έλεος εκείνου που τους έπιανε αυτόφωρα.

Οι νεώτεροι νόμοι του Σόλωνα πρόσφεραν στο σύζυγο τρεις εναλλακτικές λύσεις:

  1. Eίτε να τους σκοτώσει και τους δύο

  2. είτε να ευνουχίσει το μοιχό

  3. είτε να τον εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαγοράσει τη ζωή του στην τιμή που ήθελε ο απατημένος.


Συχνά η εκτέλεση του μοιχού γινόταν με λιθοβολισμό, από πολλούς μαζί πολίτες, που πρόστρεχαν στις κραυγές του συζύγου.

Αν ωστόσο αποδεικνυόταν ότι ο ένοχος είχε χρησιμοποιήσει βία για να συνευρεθεί με τη σύζυγο, τότε ο σύζυγος δε δικαιούταν παρά μιαν αποζημίωση, που το ύψος της οριζόταν από τους δικαστές και ήταν συνήθως μια μνα (100 δραχμές).


Όπως γίνεται φανερό, ο νομοθέτης, συντάσσοντας τον περίεργο τούτο νόμο, θεώρησε πιο επικίνδυνη για την κοινωνική τάξη της αποπλάνηση από το βιασμό.


Από δίκη περνούσαν οπωσδήποτε οι μοιχοί στην περίπτωση που δεν υπήρχε αυτόφωτο αδίκημα· και τότε ο δικαστής, εφόσον τους έκρινε ένοχους, τους καταδίκαζε σ’ οποιαδήποτε ποινή εκτός από θάνατο.


Οι ποινές: Ραφανίδωσις ή παράτιλμος

Μια από τις ποινές των μοιχών ήταν η ραφανίδωσις(1) ή παράτιλμος (2), δηλαδή το μπήξιμο μιας ραφανίδος μεγέθους καρότου στον πρωκτό τους, οπότε στο εξής τους αποκαλούσαν ονειδιστικά ευπροίκτους.

Άλλη ποινή ήταν το κούρεμα, γι’ αυτό και το είδος του κουρέματος που εμείς το λέμε «σύριζα», οι αρχαίοι Αθηναίοι το αποκαλούσαν μοιχόν. Το δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει και πρόστιμο, τα μοιχάγρια. Όπως είπαμε και σε προηγούμενες σελίδες, η τελευταία αυτή ποινή είχε ταξικό χαρακτήρα, αφού μονάχα οι πλούσιοι μπορούσαν να ξεμπλέξουν εξαγοράζοντας την ποινή τους.


Αν η γυναίκα που πιανόταν αυτόφωρα σε παράνομη σεξουαλική πράξη ήταν ανύπαντρη ή κόρη, ο αδερφός ή ο πατέρας είχε δικαίωμα να την πουλήσει σκλάβα. Ένας μεταγενέστερος νόμος, που φαίνεται ότι επιχειρεί να περιορίσει κάπως τις καταχρήσεις του αρσενικού πληθυσμού σε βάρος του θηλυκού, δεν επέτρεπε στον Αθηναίο να πουλήσει την κόρη του ή την αδερφή του, κάτι που μέχρι τότε ήταν νόμιμο, παρά «μόνο» εφόσον αποδειχνόταν πως είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή πριν από το γάμο της.


Σε περίπτωση βιασμού παρθένας, το δικαστήριο επέβαλλε στο βιαστή πρόστιμο 10 μνων (1.000 δραχμών), δεκαπλάσιο δηλαδή από το πρόστιμο για το βιασμό παντρεμένης.


Μετά την καταδίκη της, η μοιχαλίδα διωχνόταν αμέσως από το σπίτι και στο εξής της απαγορευόταν να μετέχει σε θρησκευτικές τελετές· ενώ, αν παρουσιαζόταν μ’ εμφάνιση εξεζητημένη, ο καθένας μπορούσε να την προσβάλει, να της ξηλώσει τα κοσμήματα, να της σκίσει τα ρούχα, να τη βρίσει, να την εξευτελίσει.

Κατά τον Πλούταρχο, σε άλλες ελληνικές πόλεις ο μοιχαλίδα πάθαινε ακόμη χειρότερα. Στην Κύμη π.χ. την έσερναν πρώτα στην αγορά και την ανέβαζαν σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, για να τη δει και να τη χλευάσει όλος ο κόσμος. Μετά την κάθιζαν πάνω σ’ ένα γάιδαρο και τη γυρόφερναν σ’ όλη την πόλη, κάτω από λοιδορίες, βρισιές και φτυσίματα.


Τέλος την ξαναπήγαιναν στην αγορά, πάνω στο ίδιο λιθάρι, όπου τη «βάφτιζαν» ονοβάτιδα (2). Μ’ αυτόν τον ατιμωτικό «τίτλο» θα την προσαγόρευαν από τότε ώσπου να πεθάνει, απαγορεύοντάς της τη συμμετοχή σε θρησκευτικά καθήκοντα και κρατώντας τη σε καραντίνα «για να μη διαφθείρει και τις άλλες γυναίκες».


Φυσικά, όπως και στην Αθήνα, ο σύζυγος την έδιωχνε από το σπίτι, γιατί κι αν ακόμη διανοούταν να δείξει συγκατάβαση και να τη συγχωρέσει, η κοινωνία θα τον αποκήρυχνε και θα τον περιφρονούσε σαν άτιμον.

Η μοιχεία στον Όμηρο

Για ένα σύζυγο επιτρέπονταν οι σεξουαλικές σχέσεις µε άλλες γυναίκες.

Αυτές τις ανέπτυσσε συχνά ανάµεσα στις υπηρέτριες του, είτε ήταν ελεύθερες είτε δούλες. Το να έχει κάποιος στο σπίτι του παλλακίδα, φαίνεται πως δεν εύρισκε γενική επιδοκιµασία ή δεν µπορούσε ολότελα να θεωρείται αυτονόητο. Έτσι π.χ. ο Λαέρτης, ο πατέρας του Οδυσσέα, για να µην εξοργίσει τη σύζυγο του, δεν ενέδωσε ποτέ στον ερωτά του προς τη νεαρή υπηρέτρια, την Ευρύκλεια, που ο ίδιος είχε αγοράσει.


Από την άλλη βέβαια συναντάµε και την κατάσταση του Μενέλαου, ο οποίος έκαµε παιδί µε µια παλλακίδα, επειδή η Ελένη δεν µπορούσε να κάµει µαζί του παιδί.

Οι αιχμάλωτες πολέμου ως λάφυρα

Σε περίπτωση πολέµου, ίσχυαν άλλοι κανόνες για τη ζωή στο

στρατόπεδο. Εδώ, τουλάχιστον στο έπος, παρουσιάζονται περισσότερες

παλλακίδες. Οι γυναίκες αυτές κανονικά ήταν αιχµάλωτες πολέµου, που αυτονόητα έπρεπε να βρίσκονται και σεξουαλικά στη διάθεση των νικητών, οι οποίοι συχνά τις αγαπούσαν και τις σέβονταν σαν συζύγους.

Ο Αχιλλέας λέει για την αιχµάλωτη Βρισηίδα ότι την είχε αγαπήσει µε

τρυφερότητα σαν γυναίκα του, αν και την είχε πάρει ως λάφυρο.


Ο Αγαµέµνονας µάλιστα περισσότερο από την Κλυταιµνήστρα, τη νόµιµη σύζυγό του, εκτιµάει τη Χρυσηίδα, η οποία δεν υστερεί από εκείνη ούτε σε µόρφωση ούτε σε οµορφιά ούτε σε πνεύµα ούτε στην αξιοσύνη για τον αργαλειό. Η ανυπόκριτη προτίµηση του Αγαµέµνονα προς την αντίζηλο της γυναίκας του δείχνει ότι του έλειπε η αφοσίωση απέναντι σ' εκείνη, και καθιστά κατανοητό ότι η συζυγική πίστη απέναντι στη νόµιµη σύζυγο µπορούσε να προσβληθεί σοβαρά, αλλά η προνοµιακή της θέση

διατηρούνταν και µάλιστα άθικτη.


Στο σπίτι όµως, στις Μυκήνες, η κλίση αυτή του Αγαµέµνονα αναγκαστικά θα είχε δηµιουργήσει συγκρούσεις. Η παλλακίδα δεν είχε µεν κανένα δικαίωµα, όµως παρά ταύτα στη συναισθηµατική και τη σεξουαλική περιοχή προκαλούσε ισχυρό ανταγωνισµό και έβλαπτε το αίσθηµα της αµοιβαίας

ειλικρίνειας των συζύγων.


Ένα παράδειγµα για το πώς από τις ερωτοδουλειές ενός παντρεµένου άνδρα

µπορούσε να εξελιχθεί κάποια οικογενειακή τραγωδία, µας δίνει η Ιλιάδα.


Ο Αµύντωρ, ο πατέρας του Φοίνικα, διατηρούσε µια παλλακίδα, από την ύπαρξη της οποίας η σύζυγος του υπέφερε τόσο πολύ, ώστε εξόρκισε το γιο της να συνουσιασθεί µε το θηλυκό, για να σιχαθεί το γέροντα. Έτσι κι έγινε.

Ο πατέρας αντιλήφθηκε τη µηχανορραφία και καταράστηκε το γιο του, ο οποίος για να µη γίνει πατροκτόνος, εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι.


Το επεισόδιο αυτό καθιστά φανερό ότι ο σύζυγος µπορεί να επιµένει στο προνόµιο του για εξωσυζυγικό έρωτα, χωρίς να χρειάζεται να αναµένει επιζήµιες συνέπειες. ∆είχνει όµως και από την άλλη µεριά ότι δεν ήταν τόσο αυτονόητη η παλλακεία, ώστε η σύζυγος να την έχει αντιµετωπίσει µε

κατανόηση ή και να την έχει αποδεχθεί.




Γλωσσάρι

ὀνοβάτις, ἡ (Α) γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθοβάτις].

ραφανίδωσις, εµπεπηγµός ραπανιών στον πρωκτό του µοιχού («ραφανίδωσις») και η αφαίρεση.

οι Ελληνες θεωρούσαν πως ήταν δουλόπρεπο να έχουν οι γυναίκες τον χ ο ί ρ ο ν (το αιδοίον) σαν μαλλιαρό πρόβατο, όπως το είχαν υποχρεωτικά οι δούλες, το συμπεραίνομε δε αυτό από τους ακόλουθους στίχους του αθάνατου Αριστοφάνη που αναφέρει στους «Βατράχους», ότι οι ορχηστρίδες παρουσιάζοντο άμα χόρευαν «ηβυλλιώσαι γ' άρτι παρατετιλμέναι».




Πηγές:

Θεόδωρου Καρζή, "Η γυναίκα στην αρχαιότητα” , εκδόσεις Φιλιππότη, σελ. 205, 206

Ιστορικός, λογοτέχνης και δημοσιο­γρά­φος, ο Θόδωρος Καρζής έχει συγγράψει 34 βιβλία, που όλα έχουν αποσπάσει θερμές κριτικές και ορισμένα τιμητικές διακρίσεις. Όπως η πεντάτομη Ιστο­ρία της γυναίκας (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Οι πατρίδες των Ελλήνων (Βραβείο της Ένωσης Σμυρναίων και Μεγάλη Περγαμηνή Εστίας Νέας Σμύρνης), Η εποποιία της γλώσ­σας (Βραβείο Ιδρύματος Μπότση). Επίσης, Η παιδεία στην Αρχαιότητα και Η παιδεία στο Μεσαίωνα είναι εγκεκριμένα από το Υπουργείο Παιδείας για τις σχολικές βιβλιοθήκες. Στο δημοσιογραφικό τομέα, ο Θόδωρος Καρζής υπήρξε πολιτικός αρθρογράφος, διευθυντής Ειδήσεων, Διε­θνών Σχέσεων και Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης της ΕΡΤ, αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Για χρόνια εκπροσώπησε την Ελλάδα σε διεθνείς ραδιο-τηλεοπτικούς οργανισμούς και διετέλεσε πρόεδρος (σή­μερα επίτιμος πρόεδρος) του Centre Méditerranéen de la Communication Audiovisuelle (CMCA, Παρίσι – Μασσαλία).


Πλάτωνος Πολιτεία b3, 28, / (Αριστοτέλους Πολιτικά 345c,II), "όπου εις τον πρωκτόν του ενδιαφερομένου εισάγετο ρεπάνι (χοντρό) πασπαλισμένο με στάχτη. Εάν μάλιστα ήτο στάχτη ενδόξου προγόνου, τότε την αναμιγνύαν με στάχτη δαφνόφυλλου"


Ιωάννης Ράλλης-Καλαδάς, Η ιστορική εξέλιξη του εγκλήµατος της µοιχείας (Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 2010).

Comments


Να έχεις πίστη. Κάνε εγγραφή.

Το μήνυμά σας στάλθηκε με επιτυχία

bottom of page