Τα πάθη που μας βαραίνουν
- alithognosia
- 8 Μαΐ 2024
- διαβάστηκε 10 λεπτά
Τι είναι πάθος;
Προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα πάσχω=δὲν ἐνεργῶ, ὑφίσταμαι κάποια ἐξωτερικὴ ἐπενέργεια, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας διατελῶ σὲ παθητικὴ κατάσταση.
Ἡ ἰσχυρὴ συναισθηματικὴ κίνηση τοῦ θυμικοῦ (τῆς βουλήσεως) τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἔχων τὸ Πάθος ἢ ὁ ὑφιστάμενος τὸ Πάθος περιέρχεται σὲ κατάσταση ψυχοσωματικῶν διεργασιῶν «ἀβουλήτως», δηλ. χάνοντας τὴ νηφαλιότητα καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ λόγου, καθὼς ἐπίσης (χάνοντας) τὴν ἱκανότητα τῆς αὐτοπειθαρχίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, εἴτε ἐνστικτώδεις ὁρμές, εἴτε φιλοσοφικοθρησκευτικὲς πεποιθήσεις, εἴτε ἀγαθὲς ἢ πονηρὲς δυνάμεις, ποὺ βρίσκονται ἐκτὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐπενεργοῦν καὶ φέρνουν σ᾿ αὐτὸν τὴν κατάσταση τοῦ πάθους (τῆς ὀργῆς, τοῦ μίσους, τοῦ ἔρωτος, τῆς χαρτοπαιξίας, τῆς μέθης, τῶν ναρκωτικῶν κ.λπ.).

Οκτώ πάθη που θεωρούνται δύσκολα να τα υπερπηδήσεις είναι: η γαστριμαργία, η πορνεία, η φυλαργυρία, η οργή, η κοσμική λύπη, η ακηδία, η κενοδοξία.
Ἀκηδία:
Μὲ τὴ στενὴ ἔννοια εἶναι ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀφροντισιά, ἡ ἀδιαφορία, ἡ παραίτηση ἀπὸ κάθε πνευματικὴ ἐργασία (ψαλμωδία, προσευχή, μελέτη, ἐκτέλεση κανόνα κ.λπ.) Μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια εἶναι ἡ γενικὴ ψυχοσωματικὴ κατάσταση ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀρνητικὴ τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου στὴ ζωή: ἀϋπνία, ἀνορεξία, ἀπελπισία, μελαγχολία, «συγκεχυμένες» σκέψεις καὶ τάση αὐτοκαταστροφῆς.
Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο:
– Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία και η πορνεία.
– Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείται η φιλαργυρία.
– Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείται η οργή.
– Με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη.
– Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον Θεό καταργείται η ακηδία.
– Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.
– Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία.
Ἀπάθεια:
Εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἕλξη τῶν παθῶν, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγωνίζεται φιλοπόνως μὲ νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία, σιωπὴ καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ἁμαρτία: Ἡ διακοπὴ τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ποὺ γίνεται μὲ λόγια, μὲ ἔργα ἢ μὲ τὴ διάνοια. Εἶναι ἡ ἀνυπακοὴ τοῦ πλάσματος πρὸς τὸν Πλάστη.
Συνέπειες τῆς ἁμαρτίας: Ἡ ῥήξη ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καιὶ στὸν Θεὸ εἰσάγει καὶ μία ῥήξη ἀνάμεσα στὰ μέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας (ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ πρῶτο ζευγάρι. Γεν. β´, 18.23· γ´, 16· δ´, 8.24), ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμφάνιση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου τρίτου προσώπου· τοῦ διαβόλου. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἀνθρώπινη βούληση-προαίρεση-διάθεση καταπολεμᾶται ἡ ἁμαρτία καὶ ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὴν περιοχὴ τοῦ θείου θελήματος, λόγω τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ κόσμου (Ἰω. ιστ´, 33).
Πορνεία:
Ἡ γενετήσια μείξη επι πληρωμεί ή η σεξουαλική επαφή μεταξύ ανθρώπων από ακορεστο πάθος για σεξουαλική συνεύρεση χωρίς δεύτερη σκέψη, απο επιπολαιότητα, απο κενοδοξία, απο εγωισμό, απο απληστία, απο επιβεβαίωση. Η σεξουαλική επανάσταση ήταν ένα είδος πορνείας που δημιούργησε εξάρτηση απο το σεξ στους ανθρώπους, που επέφερε πολλά κακά.
Φανατισμός: Ἀνώμαλη καὶ διαταραγμένη ψυχοδιανοητικὴ κατάσταση ποὺ ὀφείλεται σὲ ὑπερβολικὴ προσκόλληση ἑνὸς ἀτόμου ἢ ἑνὸς συνόλου σὲ ὁρισμένα πρόσωπα ἢ ἰδέες (θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικὲς κ.λπ.). Ἡ Ἐκκλησία τὸν καταδικάζει, γιατί ὁ πιστὸς δὲν πρέπει νὰ προσκολλᾶται σὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ στὸν Θεό, οὔτε σὲ ἰδέες, ἔστω καὶ θρησκευτικές, γιατί ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ἰδεολογία, ἀλλὰ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια καὶ Ζωή. Ὁ Χριστιανὸς δὲν φανατίζεται· δὲν πρέπει νὰ φανατίζεται.
Φύλο:
Ἡ μία ἀνθρώπινη φύση διακρίνεται σὲ δυὸ φύλα· τὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό. Ἡ διάκριση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου γνωρίζουμε τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς Δημιουργίας (Γεν. α´, 26 κ.ἐξ.), ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο γνωρίζουμε (Ματ. κβ´, 30) ὅτι στὴν ἄλλη ζωή, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θὰ καταργηθεῖ ἡ διάκριση τῶν δυὸ φύλων καὶ θὰ ζοῦμε σὰν ἄγγελοι.
Ἡ κατασκευὴ τῶν δυὸ ἀνθρώπινων φύλων εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ διευκολύνεται ἡ ἕνωσή τους γιὰ ὁλοκλήρωση καὶ ἀναπαραγωγή. Ὁ Θεὸς ὅμως καθόρισε τοὺς ὅρους μὲ τοὺς ὁποίους ἐπιτρέπονται καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθοῦν οἱ γενετήσιες σχέσεις, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ δυσάρεστες ἕως δυσμενέστατες συνέπειες ἀπὸ τὴν πρόωρη ἢ κακὴ χρήση τοῦ ἐνστίκτου (ἐρωτικὲς ἀπογοητεύσεις, ἀνεπιθύμητες ἐγκυμοσύνες, ἐκτρώσεις, συμβατικοὶ γάμοι, ἐξωσυζυγικὲς σχέσεις, διαλυμένες οἰκογένειες κ.λπ.).
Ἐπειδὴ μὲ τὸ βάπτισμα ἐλάβαμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἔκτοτε θεωρεῖται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία ἀπαγορεύει τὶς προγαμιαῖες σχέσεις, διότι «εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α´ Κορ.γ´, 17). Ἕνα λεπτὸ πρὸ τοῦ γάμου ἡ σαρκικὴ μείξη εἶναι ἁμαρτία, ἕνα λεπτὸ μετὰ τὸ γάμο εἶναι νόμιμη καὶ εὐλογημένη πράξη! Τὸ ἴδιο δὲν ἰσχύει καὶ μὲ τὸ πτυχίο, τὸ συμβόλαιο, τὸ διάταγμα ἐκλογῆς Προέδρου τῆς Δημοκρατίας;
Ὅταν αὐτὰ τὰ γνωρίζουν οἱ νέοι καὶ θέλουν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ Μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, κατορθώνουν νὰ φθάνουν στὸ γάμο ἐγκρατεῖς, χωρὶς νὰ ἔχουν σαρκικὲς σχέσεις.
Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὅταν ὁ Ἱερέας, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ, τοὺς στεφανώνει στὴ μέση του Ναοῦ σὰν νικητές, εἶναι πραγματικοὶ νικητὲς στὸ ἄθλημα τῆς παρθενίας καὶ λαμβάνουν τὴν «κατ᾿ εὐδοκία» εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν πρώτη εὐλογία!
Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ΟΛΑ πηγαίνουν καὶ ἐξελίσσονται εὐλογημένα καὶ τὰ ἀνδρόγυνα αὐτὰ δὲν ἔχουν προβλήματα· τοὺς τὰ λύει ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Μοιχεία:
Ἡ γενετήσια σχέση καὶ μείξη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ συζύγους μὲ κάποιο τρίτο πρόσωπο ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίθετο. Μοιχὸς εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ πρόσωπο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν/τὴ σύζυγό του (Ματθ. ε´, 28).
Κατάκριση:
Τὸ νὰ κατηγορεῖ κανεὶς τὸ συγκεκριμένο ἄνθρωπο λέγοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι π.χ. ψεύτης ἢ πόρνος κ.λπ.
Καταλαλιά:
Τὸ νὰ διαδίδει κανεὶς μὲ λόγια τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ σφάλματα τοῦ πλησίον του καὶ νὰ λέει ὅτι ὁ τάδε εἶπε π.χ. ψέματα, πόρνευσε κ.λπ.
Διάκριση:
Ἡ ἐνέργειά του νὰ διακρίνω, νὰ ξεχωρίζω τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, σὰν προτιμότερο ἢ καταλληλότερο γιὰ τὴν περίσταση· τὸ χάρισμα τοῦ διακρίνειν ἢ προφητεύειν.
Εἶναι καρπὸς τῆς βαθειᾶς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀπάθειας. Προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀπόκτησή τῆς: ἡ γνώση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ (γραπτοῦ καὶ παραδόσεως), ἡ ὀρθὴ δογματικὴ συνείδηση καὶ ἡ προσωπικὴ πνευματικὴ ἐμπειρία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὑποταγὴ σὲ πνευματικὸ ὁδηγό.
Εὐδοκία:
Εἶναι ἡ καλὴ διάθεση, ἡ ἐπιδοκιμασία, ἡ εὔνοια, ἡ πλήρης εὐαρέσκεια. Ὅ,τι ἔγινε, γίνεται καὶ θὰ γίνει, λαμβάνει χώρα εἴτε «κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ» εἴτε «κατὰ παραχώρησή Του».
Στὴν «εὐδοκία» ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς «ἐπηρεασμένος» ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στὴν «παραχώρηση» ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ, ἐπειδὴ «Τὸν ἐπηρεάζει» τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου (ὁ ἐγωϊσμός του).
Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος «κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ» τὸν ἁγιάζει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
Ὅ,τι κάνει «κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ» τὸν ὁδηγεῖ στὴ δοκιμασία ἢ στὴν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας του, ἐὰν δὲν μετανοήσει.
Εὐλογία:
Ἡ ἔκφραση εὐχῆς ἢ καλοῦ λόγου (εὐ + λόγος) σ᾿ ἀντίθεση πρὸς τὸν κακὸ λόγο, τὴν κατάρα. Πρόκειται γιὰ τὴν τελευταία ὁρατὴ χειρονομία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ, αὐτὴ ποὺ ἀφήνει στὴν Ἐκκλησία Του, τὸ δῶρο τῆς εὐλογίας Του (Λκ. κδ´ 50). Γι᾿ αὐτὸ προφανῶς ἀργότερα καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος μας συμβουλεύει: «Εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε» (Ῥωμ. ιβ´,14). Ἡ Εὐλογία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἢ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέχονται τὴν Εὐλογία ὁ Θεός, οἱ ἄνθρωποι, ἡ ἄλογη καὶ ἡ ἄψυχη φύση. Ὁ ἄνθρωπος εὐλογεῖ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὑμνεῖν, τοῦ δοξολογεῖν καὶ τοῦ μακαρίζειν τὸν Θεό. Ἡ Εὐλογία ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ ἐπίδραση· φέρει χαρά, εὐτυχία, ἐπάρκεια, γονιμότητα, ἐνῶ ἡ κατάρα στέρηση, δυστυχία, συμφορά. Στὴ Θεία Λειτουργία ἡ Εὐλογία τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται στοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸ Λειτουργὸ μὲ τὴ σταυροειδῆ κίνηση τοῦ χεριοῦ ἢ τοῦ σταυροῦ εὐλογίας. Τὸ ζητούμενο στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ Εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν ταπεινὴ ἐκτέλεση τοῦ θελήματός Του. Ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος ἀποκαλύπτει τὴν ἀνεξάντλητη μεγαλοδωρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἀναφαίρετες δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εὐλογία λέγεται καὶ ἡ Προσφορά, τὸ Ἀντίδωρο καὶ ὅ,τι κανεὶς προσφέρει μὲ τέτοια διάθεση.
Εὐσέβεια:
Ἡ Εὐσέβεια θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς μας σὰν μία πιστότητα καὶ ἀκρίβεια στὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν μας καθηκόντων, ποὺ συχνὰ περιορίζονται στὶς ἀσκήσεις εὐσέβειας καὶ μάλιστα ὁρισμένες ἡμέρες καὶ ὦρες τοῦ 24ώρου. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ Εὐσέβεια ἀκτινοβολεῖ περισσότερο: περιλαμβάνει ἀκόμη τὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν «εὐσεβής» ὡς ἐκτελῶν πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ στὸ πρόσωπό Του ἡ Εὐσέβεια τοῦ Χριστιανοῦ βρίσκει τὴν πηγὴ καὶ τὸ πρότυπό της. Αὐτὸν μιμοῦνται τὰ πρόσωπα ποὺ ἀναφέρονται στὰ χωρία (Λουκ. Β´, 25· Πράξ. β´, 5· ι´, 2· κβ´, 12 καὶ η´, 2), ἡ λατρεία τους ἐμπνέεται ἀπὸ υἱϊκὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Θεὸ (Γαλ. δ´, 6) καὶ ἡ δικαιοσύνη τους εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. ε´, 6). Τέτοια εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ Εὐσέβεια καὶ ἔχει δυὸ χαρακτηριστικά: Πρῶτον, ἐλευθερώνει τὸν πιστὸ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ χρῆμα (ἡ ψεύτικη Εὐσέβεια εἶναι ἄπληστη στὸ κέρδος) καὶ δεύτερον, δίνει τὴ δύναμη νὰ ὑπομένει ὁ ἄνθρωπος τοὺς διωγμοὺς (εἰρωνεῖες, πιέσεις, διώξεις κ.λπ.), ποὺ εἶναι o κλῆρος αὐτῶν ποὺ θέλουν νὰ ζήσουν εὐσεβῶς (Β´ Τιμ. γ´, 12). Ἔτσι ὁ ἀληθινὰ εὐσεβὴς Χριστιανὸς μιμεῖται τὸν Χριστὸ καὶ ἔτσι ἀποκαλύπτει στοὺς ἀδελφούς του τὸ πρόσωπο τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας.
Θέλημα: Εἶναι ἡ βουλητικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἢ τὸ ἀντικείμενο στὸ ὁποῖο συγκεντρώνεται ἡ βούλησή μας. Ἡ ἐλεύθερη βούληση εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ χαρακτηριστικά του «κατ᾿ εἰκόνα» πού, μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ὑποδουλώθηκε στὸ διάβολο. Μετὰ τὴν ἀπόλυτη ὅμως ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπινου θελήματος τοῦ Θεανθρώπου στὸ θέλημα τοῦ Πατρός, ἀποκαταστάθηκε ἡ «πεπτωκυΐα» βούληση στὸ «κατὰ φύσιν». Ἀπὸ τότε ἡ συμφωνία τῆς ἀνθρώπινης βουλήσεως μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ «ἐν Χριστῷ», ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῆς διεστραμμένης ἐλευθερίας του. Ἡ Πατερικὴ πείρα χαρακτήρισε τὸ θέλημα τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, σὰν χάλκινο τεῖχος ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀγώνα (τοῦ ἀνθρώπου) γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, σὰν μαρτύριο καὶ σταυρό. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Διότι ὅταν κανεὶς ἱκανοποιεῖ τὸ θέλημά του, ἀρχικὰ ἀπολαμβάνει τὴν τέρψη τῆς ἡδονῆς, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι ἐφήμερη, παραπλανητικὴ καὶ καταλήγει γρήγορα σὲ ἀπογοήτευση καὶ πίκρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος ἀξιολογεῖται περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, oἱ ὁποῖες χωρὶς τὴν ὑπακοὴ αὐξάνουν τὸν ἐγωκεντρισμὸ καὶ ἐνισχύουν τὴ φιλαυτία. Αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει στὸ θέλημά του ἔχει μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν συνταιριαστεῖ τὸ δικαίωμα μὲ τὸ θέλημα εἶναι θάνατος, μεγάλος κίνδυνος, μεγάλος φόβος. Τότε πέφτει ἐντελῶς ὁ ἄθλιος ἄνθρωπος».
Ὑπακοή: Δὲν εἶναι ἐξαναγκασμὸς οὔτε παθητικὴ ὑποταγή. Εἶναι ἀντίθετα ἐλεύθερη ἀποδοχὴ τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ Ὑπακοὴ δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ καταστήσει τὴ ζωή του διακoνία τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀξία ὅταν γίνεται σὲ κάτι ποὺ μᾶς φαίνεται παράλογο. Στὸ λογικὸ δὲν ἔχει ἀξία ἡ Ὑπακοή, διότι εἶναι συμφωνία· καὶ εἶναι παράλογο νὰ μὴν ὑπακούσει κανεὶς σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση.
Ὀρθολογισμός:
Δοξασία, ἡ ὁποία ἀποκρούει τὴ γνώση ἐξ ἀποκαλύψεως καὶ δέχεται τὴ δυνατότητα ἑρμηνείας τῶν τῆς πίστεως μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο, μὲ τὴ λογική. Γιὰ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο, ὁ ἐμπαθὴς ὀρθολογισμὸς καὶ ἡ πεποίθηση στὸ φρόνημα καὶ στὶς δυνάμεις του εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο στὴν ψυχική του πρόοδο.
Παῤῥησία:
Στὴν ἀρχική τῆς ἔννοια σημαίνει τὸ θάῤῥος τῆς παραστάσεως καὶ τῆς ἐκφράσεως γνώμης. Ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο ἔβλεπε «ἐν παῤῥησίᾳ τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον» (Γρηγόριος Νύσσης). Μετὰ τὴν πτώση ἡ ἁμαρτία ἔγινε τεῖχος καὶ χώρισε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ὑποδούλωσε στὸ φόβο, στὴν ἐνοχή, στὴν ἀνασφάλεια καὶ στὴν πονηρία καὶ ἡ παῤῥησία ἔγινε ἐλευθεροστομία. Γι᾿ αὐτὸ στὴ θεία Λειτουργία Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς ἀξιώσει κάποτε, νὰ μπορέσουμε καὶ πάλι «μετὰ παῤῥησίας... τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σὲ τὸν ἐπουράνιον Θεόν...». Σωστὴ παῤῥησία ἔχουν οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν ὁποία μεσιτεύουν στὸν Θεὸ γιὰ μᾶς, ἐνῶ ὁ πιστὸς Χριστιανὸς συμπεριφέρεται «χωρὶς ὑπερηφάνεια καὶ παῤῥησία, χωρὶς περιέργειες καὶ φιλονικίες» (Ἀββᾶς Δωρόθεος).
Πειρασμός-Δοκιμασία:
Ἡ ἐνέργεια τοῦ πειράζειν ἢ δοκιμάζειν κάποιον. Ὁ Πειρασμός ἔχει τὴ σημασία τῆς δοκιμασίας [ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γνωρίσει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του (Δτ. η´, 2) καὶ γιὰ νὰ τοῦ δώσει ζωὴ (Ἰακ. α´, 12) ἀλλὰ καὶ τῆς παρακινήσεως γιὰ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας (Ἰακ. α´, 14)]. Σὰν δοκιμασία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔχει παιδαγωγικὸ σκοπὸ καὶ χαρακτήρα. Σὰν παρακίνηση προέρχεται (α) ἀπὸ τὸ διάβολο, (β) ἀπὸ πρόσωπα ἢ πράγματα ποὺ περιβάλλουν τὸν ἄνθρωπο καὶ (γ) ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, κάθε φορὰ ποὺ ἐνεργοῦμε ἁμαρτωλά, ἐγωϊστικὰ ἢ ὑπερήφανα, κάθε φορὰ ποὺ δὲν ὑποχωροῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψή μας ἢ δὲ ζητοῦμε συγγνώμη... Οἱ Δοκιμασίες στὴ ζωή μας εἶναι ἀναπόφευκτες. Συντελοῦν στὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐλευθερία, στὴ βιωμένη ἐλευθερία. Προσαρμόζουν τὸν ἄνθρωπο στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στὸ πέρασμα: ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ στὴν ἀγάπη. Γι᾿ αὐτὸ καταλήγουν νὰ ἔχουν (πρέπει νὰ ἔχουν) πασχάλιο χαρακτήρα.
Πόνος:
Ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι καθόλου στωϊκός, ὥστε νὰ ὑμνεῖ τὸ μεγαλεῖο τῶν ἀνθρώπινων θλίψεων, ἀλλὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ «ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας», ὁ Ὁποῖος «ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς, ὑπέμεινεν σταυρόν» (Ἑβρ. ιβ´, 2). Ὁ Χριστιανὸς βλέπει κάθε πόνο μὲ τὸ πρίσμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πάθος Του. Ὁ Ἰησοῦς δὲν καταργεῖ τὸν πόνο, γιατί εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν μεταβάλει σὲ χαρά. Δὲν καταργεῖ τὸν πόνο, ἀλλὰ φέρνει τὴν παραμυθία (Ματ. ε´, 5), δὲν καταργεῖ τὰ δάκρυα, ἀλλὰ στεγνώνει μερικὰ στὸ πέρασμά Του (Λουκ. ζ´, 13· η´, 52), ἕως ὅτου «ἀφαιρέσῃ Κύριος ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ παντὸς προσώπου» (Ἡσ. κε´,8· Ἀπ. ζ´,17). Ὁ πόνος στὴν Ἁγία Γραφὴ μπορεῖ νὰ μακαρίζεται, γιατί ἐπιτρέπει νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ προετοιμάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχτοῦν τὴ βασιλεία Του.
Φωτισμός: Ἡ εἴσοδος τῶν ἀτόμων στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ βαπτίσματος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ φωτίζεται ἀντιλαμβάνεται καλύτερα καὶ ὀρθότερα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ λαὸς παλαιότερα ἔλεγε γιὰ κάθε μορφωμένο: αὐτὸς φωτίστηκε! Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀείμνηστος Ἰουστίνος Πόποβιτς τόνιζε ὅτι, τότε θὰ ἔχουμε σωστὴ καθοδήγηση ἀπὸ τοὺς πάσης φύσεως ἡγέτες, ὅταν θὰ εἶναι φωτισμένοι ἡγέτες!
Χάρις: Ἡ εὔνοια καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερα, ἀλλὰ ὄχι καὶ ὑποχρεωτικά. Σημαίνει ἐπίσης καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς εὔνοιας ποὺ δείχνει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπο, στὰ πλαίσια τοῦ ἔργου γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ θεία Χάρις, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, προσφέρεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πιστεύουν στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ προσπαθοῦν νὰ τηροῦν τὸ νόμο Του. Η σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνισταμένη τῆς θείας Χαριτος καὶ τῆς συνεργείας τοῦ ἀνθρώπου.
Χάρισμα: Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θείας Χάριτος, ἀλλὰ καὶ ἡ συγκεκριμένη δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὰ Χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι διάφορα, ὅπως τὰ Χαρίσματα ἰαμάτων (=τὸ θαυματουργικὸ Χάρισμα), ἀντιλήψεις (=τὸ Χάρισμα τῆς φιλανθρωπίας), κυβερνήσεις (=τὸ διοικητικὸ Χάρισμα), γένη γλωσσῶν (=τὸ Χάρισμα τῆς πολυγλωσσίας) (Α´ Κορ. ιβ´, 28-31) ποὺ ἦσαν ἰδιαίτερα αἰσθητὰ στὴ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Οἱ χαρισματοῦχοι ποτὲ δὲ λείπουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ φαίνονται καὶ σήμερα μὲ τὸ διορατικό, προορατικὸ καὶ θαυματουργικό τους χάρισμα. Τὰ πρόσθετα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ πληροφορία, ἡ ἐσωτερικὴ χαρά, τὰ δάκρυα κατανύξεως, τὰ αἰσθήματα ἀπεριορίστου εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό, οἱ ἐλλάμψεις τοῦ νοῦ κλπ., τὰ ὁποῖα πολλοὶ πιστοὶ - συνειδητοὶ - ταπεινοὶ Χριστιανοὶ γεύονται καὶ ἀπολαμβάνουν στὴ ζωή τους. Εἶναι δωρεές-χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ποὺ Αὐτὸς ἀποφασίζει καὶ τὰ χορηγεῖ, χωρὶς ἐμεῖς νὰ μποροῦμε νὰ τὰ «κατακτήσουμε» ἢ νὰ Τοῦ τὰ ζητήσουμε.
Χαρμολύπη: Ἡ σύνθετη ψυχικὴ κατάσταση τοῦ πιστοῦ ὅπου μετὰ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ τῆς συντριβῆς ἔρχεται ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση τῆς συγχωρήσεως.
Ψυχή: Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ συστατικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου (τὸ ἄλλο εἶναι τὸ θνητὸ σῶμα), ποὺ χαρακτηρίζει κυρίως τὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ δόθηκε ἀποκλειστικὰ σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Δημιουργό του κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του. Ἡ Ψυχὴ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος δὲν πεθαίνει, συνεχίζει νὰ ζεῖ στὴν ἄλλη ζωὴ μέχρι τὴν κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὁπότε θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα.
Comments