Πας μη Έλλην βάρβαρος -αλλά... ποιος το είπε;
- alithognosia
- 5 Ιουν 2024
- διαβάστηκε 8 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 18 Αυγ 2024
Η διχοτομία Ελλήνων-βαρβάρων υπήρχε στην κλασική αρχαιότητα, όπως αποτυπώνεται καθαρά σε ένα ρητό που ο Διογένης Λαέρτιος (1.34) αποδίδει στον Θαλή, ενώ άλλοι το απέδιδαν στον Σωκράτη:
«Χρωστάω χάρη στην Τύχη για τρία πράγματα: που γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο, άνδρας και όχι γυναίκα, Έλληνας και όχι βάρβαρος»
(τριῶν τούτων ἕνεκα χάριν ἔχειν τῇ Τύχῃ· πρῶτον μὲν ὅτι ἄνθρωπος ἐγενόμην καὶ οὐ θηρίον, εἶτα ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ γυνή, τρίτον ὅτι Ἕλλην καὶ οὐ βάρβαρος).
Οι Έλληνες, ειδικά μετά τους περσικούς πολέμους, πίστευαν ότι, ελεύθεροι πολίτες καθώς ήταν, ήταν ανώτεροι από τους βαρβάρους που υπάκουαν δουλικά σε έναν βασιλιά.
Όπως λέει ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, είναι λογικό οι Έλληνες να εξουσιάζουν τους βαρβάρους, αλλά όχι το αντίστροφο:
«βαρβάρων δ’ Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός, ἀλλ’ οὐ βαρβάρους … Ἑλλήνων· τὸ μὲν γὰρ δοῦλον, οἱ δ’ ἐλεύθεροι».
Αυτό όμως δεν εμπόδισε πολλούς Έλληνες συγγραφείς να αναφερθούν με σεβασμό στα επιτεύγματα των βαρβάρων, όπως ο Ξενοφώντας για τους Πέρσες ή ο Ηρόδοτος.
«Εμείς» και οι «άλλοι»
Η διχοτομία του «εμείς» και «οι άλλοι» δεν είναι αποκλειστικότητα των Ελλήνων.
Οι Εβραίοι αποκαλούσαν εθνικούς (γκογίμ) τους μη Εβραίους, ονομασία που κατά καιρούς πήρε μειωτικές σημασίες·
οι Άραβες αποκάλεσαν ατζέμ τους Πέρσες, λέξη που με τον καιρό έγινε επίσης μειωτική (από εκεί και ο δικός μας ατζαμής).
Ενώ στις περισσότερες σλάβικες γλώσσες οι Γερμανοί λέγονται νέμετς (ή κάτι συναφές) που αρχικά σήμαινε «άλαλος».
Ξέρουμε βέβαια ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος», το μάθαμε στο σχολείο. Ανάλογα με τις εποχές, άλλοι δάσκαλοι έσπευδαν να διευκρινίσουν ότι η λέξη ‘βάρβαρος’ δεν έχει μειωτική χροιά αλλά απλώς περιγράφει τον αλλόγλωσσο ή τον αλλοδαπό, ενώ άλλοι δεν θεωρούσαν αναγκαία καμιά διευκρίνιση.

Ξέρουμε βέβαια ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος». Το μάθαμε στο σχολείο. Ανάλογα με τις εποχές, άλλοι δάσκαλοι έσπευδαν να διευκρινίσουν ότι η λέξη ‘βάρβαρος’ δεν έχει μειωτική χροιά αλλά απλώς περιγράφει τον αλλόγλωσσο ή τον αλλοδαπό, ενώ άλλοι δεν θεωρούσαν αναγκαία καμιά διευκρίνιση.
Ποιος πρωτοείπε όμως το ρητό αυτό; Δεν ξέρουμε. Ξέρουμε ποιος δεν το είπε.
Τι εννοώ; Απλώς, σε όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία, μαζί και τη βυζαντινή, όπως διασώζεται στο Thesaurus Linguae Graecae, το περίφημο TLG, δεν υπάρχει πουθενά τέτοιο ρητό. Ούτε αυτούσιο, ούτε παρόμοιο, ούτε περίπου. Προκαλεί εντύπωση, αλλά είναι απολύτως βεβαιωμένο –τέτοιο αρχαίο ρητό δεν υπάρχει. Δεν αποκλείεται να είναι πολύ μεταγενέστερη κατασκευή, ίσως και του 19ου αιώνα.
Το ρητό το χρησιμοποιούν και σήμερα πολλοί, κανείς όμως δεν έχει παραθέσει την πηγή του. Ο γνωστός Κ. Πλεύρης μάλιστα έχει γράψει και βιβλίο με τον τίτλο αυτόν (Πας μη Έλλην βάρβαρος), στο οποίο περήφανα παραθέτει τις αποκρουστικές απόψεις του, αλλά δεν κάνει τον κόπο να αναφέρει την πηγή του ρητού! Όμως και πηγές απείρως σοβαρότερες από τον Πλεύρη θεωρούν δεδομένο ότι πρόκειται για «αρχαίο λόγιο» και «παροιμιώδες» (π.χ. η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια) χωρίς καμιάν άλλη τεκμηρίωση. Και όχι μόνο ελληνικά συγγράμματα: στο A Dictionary of the Bible του Sir William Smith (1863) και στο λήμμα Barbarian (ευχαριστώ τον Νίκο Λίγγρη της Λεξιλογίας που το επισήμανε) διαβάζουμε ότι αυτός ήταν ο κοινός ορισμός των Ελλήνων για τους βαρβάρους (“Every one not a Greek is a barbarian” στα αγγλικά) –και πάλι όμως χωρίς τεκμηρίωση.
Αυτό όμως δεν εμπόδισε πολλούς Έλληνες συγγραφείς να αναφερθούν με σεβασμό στα επιτεύγματα των βαρβάρων, όπως ο Ξενοφώντας για τους Πέρσες ή ο Ηρόδοτος. Άλλωστε, η διχοτομία του «εμείς» και «οι άλλοι» δεν είναι αποκλειστικότητα των Ελλήνων. Οι Εβραίοι αποκαλούσαν εθνικούς (γκογίμ) τους μη Εβραίους, ονομασία που κατά καιρούς πήρε μειωτικές σημασίες· οι Άραβες αποκάλεσαν ατζέμ τους Πέρσες, λέξη που με τον καιρό έγινε επίσης μειωτική (από εκεί και ο δικός μας ατζαμής), ενώ στις περισσότερες σλάβικες γλώσσες οι Γερμανοί λέγονται νέμετς (ή κάτι συναφές) που αρχικά σήμαινε «άλαλος». (Και θα μπορούσα να παραθέσω κι άλλα πολλά παραδείγματα τέτοιων διακρίσεων).
Το μυστήριο της κατασκευής του ρητού, πάντως, παραμένει. Αρχικά σκεφτόμουν ότι είναι νεοελληνική κατασκευή, όπως συμβαίνει και με άλλα αρχαιοφανή ρητά (πιο γνωστό το «ουκ εν τω πολλώ το ευ», το οποίο επίσης δεν υπάρχει στην αρχαία γραμματεία, αν και υπάρχει και αποδίδεται στον Ζήνωνα το παρεμφερές ουκ εν τω μεγάλω το ευ κείμενον είη, αλλ’ εν τω ευ το μέγα). Ωστόσο, αφού μνημονεύεται σε αγγλικό βιβλίο του 1863, το «πας μη Έλλην βάρβαρος» είναι μάλλον απίθανο να έχει κατασκευαστεί εγχώρια.
Το ρητό δεν υπάρχει στην αρχαία γραμματεία, αλλά στην λατινική
Το γεγονός είναι ότι σε όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία, μαζί και τη βυζαντινή, όπως διασώζεται στον Thesaurus Linguae Graecae, το περίφημο TLG, δεν υπάρχει πουθενά τέτοιο ρητό. Ούτε αυτούσιο, ούτε παρόμοιο.
Προκαλεί εντύπωση, αλλά είναι απολύτως βεβαιωμένο ότι τέτοιο αρχαίο ρητό δεν παραδίδεται… στα ελληνικά. Μ’ αυτό δεν λέω ότι το ρητό δεν απηχεί μια πραγματικότητα.
Το ρητό απουσιάζει απο την αρχαία γραμματεία, αλλά βρισκεται στην λατινική, στον Βιργίλιο (29 π.Χ. ως 19 π.Χ.) και τον Ρωμαίο φιλόλογο Σέρβιο Γραμματικό ή Maurus Servius Honoratus (Μαύρος Σέρβιος Ονοράτος 4ος-5ος αιώνας) , ο οποίος εκανε σχολια στο έργο Αινειάδα του Βιργίλιου (In Vergilii Aeneidem commentarii) του Σερβίου έχουν διασωθεί σε δύο διακριτές χειρογραφικές παραδόσεις. Αρα μπορεί να είναι μεταγενέστερη κατασκευή.

Έκδοση του Βιργιλίου του 16ου αιώνα με το σχολιασμό του Σερβίου αριστερά του κυρίως κειμένου.
Οι βάρβαροι είναι οι Φρύγοι, οι Κάρες ή οι Πέρσες;
Σχολιάζοντας στον στίχο 504 του 2ου βιβλίου της Αινειάδας τη φράση auro barbarico (βαρβαρικό χρυσάφι), ο Σέρβιος παραθέτει, και μάλιστα στα ελληνικά, το «πας μη Έλλην βάρβαρος», θέλοντας να δείξει ότι οι Έλληνες θεωρούσαν βάρβαρους τους Φρύγες.
Συγκεκριμένα λέει ο Σέρβιος:
«Αuro barbarico: id est aut multo; aut cultu barbaro, quia barbari copiae magis quam elegantiae student; aut a barbaris capto; aut vere barbaro, id est Phrygio, quia πᾶς μὴ Ἕλλην βάρβαρος. nam et Homerus Phrygas barbaros appellat….
Αυτό μπορούμε να το μεταφράσουμε ελληνικά ως εξής:
«βαρβαρικός χρυσός»: (δηλαδή μπόλικος· ή βαρβαρικού γούστου), καθώς οι βάρβαροι νοιάζονται περισσότερο για την αφθονία παρά για την κομψότητα· ή λάφυρο από βαρβάρους· ή κυριολεκτικά βαρβαρικός, δηλαδή φρυγικός, καθώς «πας μη Έλλην βάρβαρος».
Άλλωστε κι ο Όμηρος αποκαλεί τους Φρύγες βαρβάρους…
Να προσθέσω ότι ο στίχος 2.504 του Βιργιλίου έχει απασχολήσει τους μελετητές, διότι ο Πρίαμος εμφανίζεται εδώ να μιλάει για barbarico auro (βαρβαρικό χρυσάφι) μιλώντας για τα δικά του ανάκτορα και ο Σέρβιος προσπαθεί να το εξηγήσει, -βέβαια, δεν είναι ακριβής ο Σέρβιος όσον αφορά τον Όμηρο, διότι (το είδαμε στην αρχή)
ο Όμηρος αποκαλεί όχι βάρβαρους αλλά βαρβαρόφωνους, και όχι τους Φρύγες αλλά τους Κάρες.
Ο Σέρβιος γενικά θεωρείται εγκυρότατος σχολιαστής και είχε πρόσβαση σε πηγές χαμένες σήμερα.
Πάντως, επειδή δεν παραθέτει συγγραφέα, δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα σε ποιον ανήκει η πατρότητα της φράσης:
θα μπορούσε να είναι παρμένη από χρηστομάθεια της εποχής ή από εισαγωγικό μάθημα ελληνικής φιλοσοφίας για Ρωμαίους, ενώ δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να ήταν παροιμιώδης από τότε, αν και σ’ αυτή την περίπτωση μάλλον θα την είχε αποθησαυρίσει κάποιος παροιμιολόγος.
Η ιστορία της λέξης «βάρβαρος» και οι Πέρσες
Η ιστορία της λέξης ‘βάρβαρος’ είναι εκτενέστατη και φορτισμένη· βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γραφτεί γι’ αυτήν, οπότε με όσα θα γράψω απλώς θα ξύσω την επιφάνεια.
Στον Όμηρο δεν απαντάται η ίδια η λέξη, βρίσκουμε όμως το επίθετο βαρβαρόφωνος (Καρών ηγήσατο βαρβαροφώνων, Β867).
Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, η Κασσάνδρα αρχικά παρουσιάζεται βουβή, επειδή μιλάει βάρβαρη γλώσσα (βάρβαρον φωνήν κεκτημένη, στίχος 1051), που μάλιστα ακούγεται σαν του χελιδονιού (χελιδόνος δίκην) κι έτσι χρειάζεται διερμηνέα (ερμηνέως … δείσθαι, στ. 1062-3).
Αρχικά λοιπόν, η λέξη ‘βάρβαρος’ σήμαινε τον ξένο, τον αλλόγλωσσο, αυτόν που δεν μιλάει τη δική μας γλώσσα, που μιλάει μιαν αλλόκοτη γλώσσα που ακούγεται σαν «μπαρ-μπαρ-μπαρ».
Βέβαια, και μόνο η τέτοια επισήμανση της διαφορετικότητας έχει μιαν υπόρρητη υποτιμητική απόχρωση. Στις εξιστορήσεις των μηδικών πολέμων, η λ. ‘βάρβαρος’ χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους Πέρσες (μάλιστα ο Αισχύλος στους Πέρσες, στ. 255, εμφανίζει τον Πέρση αγγελιοφόρο να αναγγέλλει: «στρατός γαρ πας όλωλε βαρβάρων»).
Μετά τους μηδικούς πολέμους, η υποτιμητική απόχρωση είναι πλέον σαφής· εμφανίζεται η αξιολογική κρίση και αρχίζει η λέξη ‘βάρβαρος’ να σημαίνει «άξεστος, ακαλλιέργητος», π.χ. στις Νεφέλες του Αριστοφάνη ο Σωκράτης λέει για τον Στρεψιάδη «άνθρωπος αμαθής ουτοσί και βάρβαρος». Οι άλλες σημασίες παραμένουν.
Λογουχάρη, ο ίδιος Αριστοφάνης χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη τη λέξη ‘βάρβαρος’ για να δηλώσει τους αλλοδαπούς και ειδικά τους Πέρσες, ενώ στους Όρνιθες (στ. 199) ο Έποπας καυχιέται ότι δίδαξε στα πουλιά να μιλάνε ενώ πριν ήταν βάρβαρα, δηλ. αλλόγλωσσα («εγώ γαρ αυτούς βαρβάρους όντας προ τού εδίδαξα την φωνήν»).
Αλλά και το ρ. βαρβαρίζω έχει στα αρχαία πολλές σημασίες· μπορεί να σημαίνει «μιλάω ξένη γλώσσα», «μιλάω σπασμένα ελληνικά» ή «κάνω γραμματικά λάθη, σολοικισμούς».
Όλα τα παραπάνω τα αναλύει αρκετά εύστοχα ο Στράβωνας σε ένα απόσπασμά του, που επειδή είναι μεγαλούτσικο θα το παραθέσω μόνο σε μετάφραση (Η μετάφραση είναι της Παρασκευής Κοτζιά, από το άρθρο της «Ο λόγος των ‘βαρβάρων’ στην αρχαία ελληνική γραμματεία», στον συλλογικό τόμο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας.
Κατά την ύστερη αρχαιότητα
Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α. Χριστίδης, Ινστιτούτο Νεοελλ. Σπουδών. Το ίδιο άρθρο περιέχει πολλά ενδιαφέροντα σχετικά με το θέμα μας):
Φαντάζομαι, άλλωστε, ότι η λέξη βάρβαρος σχηματίστηκε αρχικά ως ηχομιμητική, για να δηλώσει αυτούς που η προφορά τους χαρακτηρίζεται από δυσκολία και τραχύτητα, όπως και οι λέξεις βατταρίζω, τραυλίζω, ψελλίζω. (…)
Επειδή λοιπόν όλοι όσοι μιλούσαν με βαριά προφορά χαρακτηρίζονταν με τον τρόπο αυτό (δηλ. ηχομιμητικά) βάρβαροι, η προφορά των ξένων —εννοώ των μη Ελλήνων— θεωρήθηκε ότι ανήκε σ’ αυτήν την κατηγορία.
Χρησιμοποίησαν, λοιπόν, με ειδική σημασία τη λέξη βάρβαροι γι’ αυτούς, στην αρχή κοροϊδευτικά, επειδή είχαν βαριά προφορά· στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε τη λέξη καταχρηστικά ως κοινό εθνικό όνομα, αντιδιαστέλλοντας όλους τους άλλους προς τους Έλληνες.
Γεγονός είναι, βέβαια, ότι με τις συχνές επαφές και σχέσεις με τους βαρβάρους δεν υπήρχε πια η εντύπωση ότι αυτό οφειλόταν σε δυσκολίες προφοράς και σε κάποια διαμαρτία των φωνητικών οργάνων, αλλά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γλωσσών.
Στη δική μας γλώσσα όμως διαπιστώθηκε και ένα άλλο πρόβλημα προφοράς, «βαρβαροστομίας» θα μπορούσαμε να πούμε, όταν κάποιος δεν κατάφερνε να μιλήσει σωστά ελληνικά, αλλά πρόφερε τις λέξεις όπως οι βάρβαροι που αρχίζουν να μαθαίνουν ελληνικά και δεν είναι σε θέση να τα μιλήσουν σωστά, όπως και εμείς άλλωστε τις δικές τους γλώσσες.
Στη Ρωμαϊκή Εποχή και η Αινειάδα
Στη ρωμαϊκή εποχή, η λέξη ‘βάρβαρος’ σημαίνει αυτούς που δεν είναι Έλληνες ή Ρωμαίοι και ειδικά τους πληθυσμούς που ζούσαν έξω από τα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα limes, και που με τη δύναμη των αριθμών και τις αλλεπάλληλες επιδρομές τους κατάφεραν τελικά να την καταλύσουν την κραταιά αυτοκρατορία.
Το συμπέρασμα είναι ότι στον στίχο 504 του 2ου βιβλίου της Αινειάδας η φράση auro barbarico (βαρβαρικό χρυσάφι), ο Σέρβιος παραθέτει, και μάλιστα στα ελληνικά, το «πας μη Έλλην βάρβαρος», θέλοντας να δείξει ότι οι Έλληνες θεωρούσαν βάρβαρους τους Φρύγες.
Και σε αυτόν είναι το πιο πιθανό σενάριο να αποδίδεται η φράση αυτή.
Καταλήγοντας, οι εθνικιστικές κορώνες περί της ανωτερότητας της Ελληνικής φυλής είναι ακριβώς το αντίθετο απο αυτήν την ιδέα που είχαν οι ίδιοι οι Ελληνες για τον εαυτό τους.
Οι αρχαίοι Ελληνες Τραγικοί
Οι αρχαίοι Ελληνες Τραγικοί αναπαριστούσαν στην ορχήστρα του θεάτρου την οδύνη που προκάλεσαν οι «πολιτισμένοι» Ελληνες σε «βάρβαρους» λαούς τους οποίους κατέκτησαν, λεηλάτησαν, βίασαν ιέρειες μέσα σε ναούς, σφαγίασαν.
Στις τραγωδίες Τρωάδες και Εκάβη ο Ευριπίδης εξιστορεί την ιστορία των γυναικών των Τρώων που οι Ελληνες πήραν ως σκλάβες στην Ελλάδα, και την δολοφονία του πεντάχρονου βασιλιά Αστυάνακτα τον οποίον κατακρύμνησαν απο τα τείχη. Η Εκάβη έχασε όλους τους συγγενείς της και μόνη της μοιρολογάει τον νεκρό εγγονό της.
Ενώ ο Αισχύλος στους Πέρσες παρουσιάζει την οδύνη της Ατοσσας, Βασίλισσας των Περσών, όταν ο αγγελιοφόρος περιγράφει τον πληρη αφανισμό του στόλου των Περσών στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Περιγράφει με πόση δύναμη και σοφία, η «βάρβαρη» βασίλισσα αντιμετωπίζει αυτή την ολοκληρωτική καταστροφή.
Με αυτόν τον τρόπο, «οι αρχαίοι Ελληνες τραγικοί ποιητές αναδεικνύονται ανώτεροι των φιλοσόφων», όπως είχε πει ο κριτικός θεάτρου και συγγραφέας Κώστας Γεωργουσόπουλος, σε ομιλία του στην φιλοσοφική σχολή Αθηνών.
Οι τραγικοί εξυψώνουν την βαθειά συμπόνια για τα δεινά του εχθρού και μέσα απο τα έργα τους θέλουν να κάνουν το ελληνικό ακροατήριο να σκεφτεί το βάθος του κακού και του πολέμου. Ενα υψηλό αίσθημα ανθρωπιάς που αποτελεί προάγγελο του χριστιανισμού και παραπέμπει στην ρήση του Ιησού: "Αγάπα τον εχθρό σου".
Comments